- ποτερίσδω
- Α(δωρ. τ.) βλ. προσερίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσερίζω — και δωρ. τ. ποτερίσδω Α 1. φιλονικώ επίσης με κάποιους άλλους 2. εξοργίζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * / ποτ (βλ. λ. ποτί) + ἐρίζω / ἐρίσδω «φιλονικώ»] … Dictionary of Greek